ἄνθρωπος

ἄνθρωπος
ἄνθρωπος
Grammatical information: m.
Meaning: `man' (Il.);
Dialectal forms: Myc. atoroqo \/anthrōkʷos\/.
Derivatives: Many der.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Survey in Seiler Glotta 32, 225ff. and Frisk. ἄνθρωπος resembles Hitt. antuḫšaš `man' (Kretschmer Glotta 9, 231f.; W. Petersen AmJPh 56, 59f.). Improbable Ruijgh, Lingua 25 (1970) 312; Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 655f.; vW. - As no IE explanation has been found, the word will be a substr. word. Myc. -oq- does not prove IE origin, as the substr. language had labio-velars (βασιλεύς). Kuiper gave a substr. interpretation on the basis of δρώψ, FS Kretschmer, 1, 211f; Lingua 21 (1968) 275f.; defended by Beekes, Glotta 73 (1995\/6) 13-15.
Page in Frisk: 1,110-111

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωπος — man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …   Dictionary of Greek

  • Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”